- ἀκακούργως
- ἀκακούργωςindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακάκουργος — ἀκάκουργος, ον (Μ) [κακοῡργος] 1. ο μη κακούργος, ο αγαθός 2. επίρρ. άκακούργως άδολα, άκακα, αφελώς … Dictionary of Greek